ζαν κλοντ βαν δαλ

13 Νοεμβρίου, 2007

Έργο αποκρουστικό βανδάλων
ενώ διαδηλώναν στην πορεία
της τράπεζας σπάσαν την τζαμαρία
με πέτρες νταμαριών όχι σκανδάλων

οι πέτρες των σκανδάλων είναι άλλο
ζημιές δεν κάνουν, τίποτα δε σπάνε
καλά προστατευμένες τις φυλάνε
σε θησαυροφυλάκιο μεγάλο

κι όταν οι αποφάσεις βγούνε
ανάλογα με τι είδους πέτρες
διάλεξες να γεμίσεις τις φαρέτρες
βάνδαλο ή ηγέτη θα σε πούνε

Στην ψησταριά ξεχώριζε σα μύγα μες στο γάλα
Πελάτης ήτανε καλός εκτός απ όλα τα αλλα
Δέκα σουβλάκια ζήτησε, παστίτσιο και γιουβέτσι
δώδεκα μπύρες χάινεκεν και μία κοκορέτσι

ο σερβιτόρος σήκωνε τον δίσκο και βογκούσε
έκλαιγε σαν περπάταγε ,η μέση του πονούσε
«Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Ποιο τρομερό στομάχι;»
«καταραμένος να γυρνά και κακό χρόνο να χει

Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Ποιος λύκος πεινασμένος;
που να του κάτσει ο μεζές ο ξαναζεσταμένος
Μπροστά μου θεέ μου ας πνιγεί σαν σκύλος ας πεθάνει
Το κρέας να εκδικηθεί και να τονε ξεκάνει

Ανάθεμα σε λαίμαργε και μυριανάθεμα σε
Κακό να σε βρει τρομερό, καταραμένος να σαι
Από τις μπύρες να πνιγείς, να πάθεις σαλμονέλα
Να τρως μόνο ρυζόγαλο κι αυτό χωρίς κανέλα»

Ο σερβιτόρος ήτανε Σαββατογεννημένος
Πιάνανε οι κατάρες του , σε όποιον είχε μένος
Και ο χοντρός ο δύστυχος πνίγηκε με την μπύρα
Σε σερβιτόρο φθονερό τον έριξε η μοίρα.

Γρήγορα φέρτε ένα γιατρό , ουρλιάζανε οι πελάτες
και ο σερβιτόρος που έφερε τύψεις πολλές στις πλάτες
τον λαίμαργο κατάφερε ξανά να ζωντανέψει
Με τεχνητή αναπνοή τον χάρο να ληστέψει.

Και πως τα φέρνει η ζωή και η τυφλή η τύχη
Πολλά μπορεί ένα φιλί οφέλη να πετύχει
Ζευγάρι ωραίο έφτιαξε του έρωτα το βέλος
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος αίσιο είχε τέλος

μέσα στα βάθη των αιώνων
του μίσους η πηγή χαμένη
διψάει το αίμα των προγονών
για νέο αίμα επιμένει

τι άραβες και ποιοι εβραίοι;
αθώες ψιλοκακιούλες
αίμα δεν έχουν δει να ρέει
πτώματα μέσα σε σακούλες

αν είσαι μαραθωνοδρόμος
χιλιόμετρα πολλά αν τρέχεις
πολύ θα πρέπει να προσέχεις
μακρόστενος είναι ο τρόμος

αθώε μαύρε Κενυάτη
ο αντίπαλος δεν είναι οι ώρες
ούτε του δρόμου οι ανηφόρες
το τράμ σε έβαλε στο μάτι

και αν γλίτωσες απ τα λιοντάρια
από την δίψα και τη πείνα
απ την ανθρωποφάγος χήνα
κι από τα σαρκοφάγα ψάρια

καλά δεν τα’χες λογαριάσει
σφάλμα η συμμετοχή σου ίσως
το προαιώνιο το μίσος
το τραμ ποτέ δε θα ξεχάσει

σα μελώδια ήχησαν οι λέξεις
το ακουστικό μου έπεσε απ τα χέρια
πως πέταγα αισθάνθηκα στ αστέρια
πώς τόση ευτυχία να αντέξεις;

Η λύτρωση ανακοίνωσαν πως φτάνει
«συγχαρητήρια το στεγαστικό ενεκρίθη»
μ’ έλουζαν με γαρύφαλλα τα πλήθη
δάφνινο μου φορέσανε στεφάνι

Σαν άνθρωπος κι εγώ τώρα θα ζήσω
στης τράπεζας χάρη την ευλογία
για να αποκτήσω κατοικία
το αίμα μου ενέχυρο θα’φήσω

με δόσεις θα μετράω πια τους μήνες
από μπετόν της σιγουριάς μου τα θεμέλια
στο ΙΚΕΑ με χαρές και γέλια
πόμολα θα διαλέγω και κουρτίνες

Φον φον θερμοσιφών

2 Νοεμβρίου, 2007

Ώρα που βρήκε το ρημάδι να χαλάσει
ηλεκτρολόγο μες τη νύχτα που να ψάξω;
μήπως να προσπαθήσω το φτιάξω;
να δούμε ποιος στο τέλος θα γελάσει

και πόση να ναι πια η δυσκολία
μίας επισκευής θερμοσιφώνου;
σπατάλη χρήματος και χρόνου
ειν’ των ηλεκτρολόγων η ασχολία

δεν ήξερα πόσο θα μου κοστίσει
την πένσα πήρα και το κατσαβίδι
σύρθηκα στο πατάρι σα το φίδι
όμως τον γενικό δεν είχα κλείσει

ο ηλεκτρολόγος ήρθε στην κηδεία
απ το υπερπέραν το κοιτούσα το αρχίδι
που άρχισε να διανέμει ήδη
την κάρτα του, ψάχνοντας πελατεία

συγχαρητήρια, κερδίσατε μου είπε
ο χιλιοστός του μαγαζιού είστε πελάτης
δική σας είναι πια, θα την χαρείτε
περίπτωση δεν ήτανε, απάτης

τη συσκευή, μου φόρτωσαν στην πλάτη
τριανταδύο ίντσες φλατ οθόνη
η κάθε ίντσα δυο κιλά και κάτι
τη μέση μου το βάρος της πληγώνει

Στον καναπέ μπροστά την έχω βάλει
φοβάμαι τον διακόπτη να πατήσω
οι συγγενείς μου λένε «άντε πάλι»
τη τύχη μου πρέπει να ευχαριστήσω

Απ τους τεμαχισμούς θα ξεκολλήσω
τα αδέσποτα απ τη φρίκη θα απαλλάξω
σε μια γωνιά το πριόνι θα αφήσω
με το τηλεκοντρόλ θα το ανταλλάξω

με ζάπινκ θα ασχολούμαι και κανάλια
και οι συγγενείς θα πάψουν να ρωτάνε
που πάω με πριόνι και τανάλια;
σκύλοι γιατί απ έξω δε περνάνε;

Κάτι κακό συμβαίνει και μυστήριο
με τις γραμμές πίσω απ τα αεροπλάνα
του εγκλήματος ψάχνοντας το πειστήριο
στράβωσε ο λαιμός μου σα μπανάνα

από το πρωί το ουρανό κοιτούσα
να μάθω για ποιο λόγο μας ψεκάζουν
αν έχουν κάποιο λόγο δε μπορούσα
να καταλάβω ή αν απλά διασκεδάζουν

για Βέλλιουρα μας έχουν ή για δάκο;
για αράχνη για σκορπιό ή για ψαλίδα;
Σκέφτομαι να νοικιάσω ένα φράκο
να μοιάζω πιο πολύ με κατσαρίδα

Δε ξέρεις να τρως

30 Οκτωβρίου, 2007

«Να τρως δεν ξέρεις» συνήθιζε να λέει
την ώρα που το πιάτο μου κοιτούσε
στο λίπος η μερίδα σου αν δε πλέει
στα σίγουρα θα σε περιφρονούσε

τα ξύγκια απ το δικό μου το μοσχάρι
που είχα με αηδία αφαιρέσει
αγριεμένος όρμαγε να πάρει
να τα μασήσει απορούσες αν μπορέσει

«Να τρως δεν ξέρεις» έλεγε συνήθως
την πέτσα από το αρνάκι σαν τσιμπούσε
«χοληστερίνη των γιατρών ο μύθος,
φάτε μη ντρέπεστε» παρακινούσε

στον τάφο το όνομα του σκαλισμένο
ολόγυρα το δακρυσμένο σόι
το έμφραγμα τον βρήκε χορτασμένο
αν μη τι άλλο, ήξερε να τρώει

Τηγανιστής σκύλων

26 Οκτωβρίου, 2007

Παράξενα καμιά φορά τα φέρνει
η τύχη και συ μένεις να κοιτάζεις
στα σοβαρά κάποιος σαν παίρνει
αυτά με τα οποία διασκεδάζεις

εκτός και αν δε πρόκειται για τύχη
εκτός και αν οι στίχοι μου γυρίζουν
παντού και έχουν ήδη επιτύχει
τις πράξεις των ανθρώπων να ορίζουν

εμβρόντητος το βίντεο κοιτούσα
ακόμα και για μένα ήταν πλήγμα
να φανταστώ ποτέ δε θα μπορούσα
αντί μυαλού τι έχουν κάποιοι μίγμα

και νόμιζα ότι πρωτοτυπούσα
με θέματα παράξενα που αξίζουν
αυτάρεσκα στους στίχους μου μιλούσα
για σκύλους που πριόνια τεμαχίζουν

και να που η ζωή η πουτάνα
γελάει τρανταχτά και με εκνευρίζει
περίτεχνα χαλώντας μου τα πλάνα
με κάποιον που τους σκύλους τηγανίζει

και νόμιζα -χα- ότι είχα φτάσει
σε στάνταρτ υψηλά παραφροσύνης
μα σύντομα θα με έχουνε ξεχάσει
με εκείνον δε μπορείς να με συγκρίνεις

πως σκέφτηκε λάδι να τηγανίσει;
που βρήκε τόση αντρεία τόσο θάρρος;
στο σκύλο απ το μπαλκόνι να το χύσει
της μαλακίας να γενεί ο φάρος